πανδήμιος

πανδήμιος
και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α [πάνδημος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος
2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού, παλλαϊκός
3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» — η πόλη με όλους τους κατοίκους της
β) «πανδήμιος ἄγρη» — ψάρεμα κάθε είδους ιχθύων
γ) «πανδήμιον ἦμαρ» — ημέρα κατά τη διάρκεια τής οποίας ολόκληρος ο λαός πανηγυρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πανδήμιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμιον — πανδήμιος of masc/fem acc sg πανδήμιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμιοι — πανδήμιος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”